-
1 εἱαμένη
εἱαμένη (cf. ἧμαι): low-lying pasture or water-meadow; ἐν εἱαμένῃ ἕλεος μεγάλοιο, Il. 4.483 and Il. 15.631, once mentioned as the home of a poplar-tree, and once as a pasture for kine.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἱαμένη
См. также в других словарях:
λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος … Dictionary of Greek